- ὑπεξουσίῳ
- ὑπεξούσιοςsubject to the power ofmasc/neut dat sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
υπεξουσιώ — όω, Α αξιώνω («τοῑς ὑπεξουσιοῡσιν... γίνεσθαί τι», Πέτρ. Αλεξ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. πρέπει πιθ. να γραφεί ἐπαξιῶ] … Dictionary of Greek